- κενεαυχής
- κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κεν[ο]-*) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αυχής, πολυ-αυχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενεαυχεῖς — κενεαυχής vain glorious masc/fem acc pl κενεαυχής vain glorious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαυχέα — κενεαυχής vain glorious neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κενεαυχής vain glorious masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαυχές — κενεαυχής vain glorious masc/fem voc sg κενεαυχής vain glorious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαυχέας — κενεαυχής vain glorious masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαυχέες — κενεαυχής vain glorious masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενεαυχέος — κενεαυχής vain glorious masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κεναυχής — κεναυχής, ές (Α) βλ. κενεαυχής … Dictionary of Greek